κωδεΐνη

κωδεΐνη
Αλκαλοειδές με χημικό τύπο C18H21O3N, το οποίο είναι ένα από τα δραστικά συστατικά που συναντάται στο όπιο σε μεταβλητές αναλογίες (0,7-2,5%), ενώ είναι συγγενές προς τη μορφίνη. Ονομάζεται και μεθυλομορφίνη. Μπορεί να απομονωθεί από το όπιο, αλλά κυρίως παρασκευάζεται με μεθυλίωση της μορφίνης, ενώ και η ίδια η κ. χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή δύο άλλων ναρκωτικών ουσιών, της διϋδρο-κωδεΐνης και της υδροκωδόνης. Είναι λιγότερο τοξική και 4-5 φορές λιγότερο παυσίπονη από τη μορφίνη. Χρησιμοποιείται εκτεταμένα στην ιατρική για την παρασκευή διαφόρων ιδιοσκευασμάτων καταπραϋντικών του βήχα (σε δόσεις 0,02-0,06 γρ. ανά 24ωρο για ενήλικες). Μερικές φορές χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό, με τη μορφή ενέσεων, τα διαλυτά άλατά της (υδροβρωμικό, φωσφορικό). Η κ. προκαλεί δυσκοιλιότητα και αποβάλλεται από τον οργανισμό αναλλοίωτη με τα ούρα. Σε αντίθεση με τη μορφίνη δεν δημιουργεί ψυχική εξάρτηση και τα συμπτώματα αποστέρησης είναι πολύ ελαφρά.
* * *
η
(φαρμ.) φυσικό αλκαλοειδές τού οπίου και συγχρόνως ημισυνθετικό παράγωγο τής μορφίνης το οποίο χρησιμοποιείται στην ιατρική ως αντιβηχικό και ως ναρκωτικό αναλγητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. codeine < code- (< κώδεια) + -ine. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βήχας —  Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… …   Dictionary of Greek

  • ηρωίνη — Κοινή ονομασία της διακετυλομορφίνης, ενός αλκαλοειδούς που παρασκευάζεται με την ακετυλίωση της μορφίνης (C17M19NO3). Είναι σκόνη λευκή κακι κρυσταλλική και συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο ευρέως διακινούμενων ναρκωτικών παγκοσμίως. Η παράνομη… …   Dictionary of Greek

  • κωδεϊνομανία — η νοσηρός εθισμός στην κωδεΐνη …   Dictionary of Greek

  • όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …   Dictionary of Greek

  • ναρκωτικά — Τοξικές ουσίες φυσικής (φυτικής) ή συνθετικής προέλευσης που η χρήση τους προκαλεί εξάρτηση, βλαβερές συνέπειες ή ακόμα και θάνατο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας οι ομάδες των τοξικών ουσιών που προκαλούν εξάρτηση είτε σωματική είτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”